- επίφαντος
- ἐπίφαντος, -ον (A) [επιφαίνω]1. φανερός, ορατός («οὐχ οἰχομέναν ὑβρίζεις, άλλ’ ἐπίφαντον», Σοφ.)2. έκδηλος, κατάδηλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίφαντον — ἐπίφαντος in the light masc/fem acc sg ἐπίφαντος in the light neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)